διαπιστεύομαι

διαπιστεύομαι
(Α διαπιστεύω)
νεοελλ.
1. διορίζομαι ως διπλωματικός εκπρόσωπος σε ξένη χώρα
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) διαπεπιστευμένος, -η, -ο
αυτός ο οποίος έχει ανατεθεί από το κράτος ή την υπηρεσία σε αρμόδιο υπάλληλο
3. το αρσ. ως ουσ. ο διπλωματικός εκπρόσωπος κράτους ο οποίος έχει διοριστεί σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο και τις διακρατικές σχέσεις σε ξένη χώρα
φρ. «εκμετάλλευση διαπεπιστευμένων» — η εκμετάλλευση από υπάλληλο για προσωπικό όφελος χρημάτων ή πραγμάτων, τών οποίων έχει αναλάβει τη φύλαξη ή διαχείριση
αρχ.
1. εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον
2. έχω απόλυτη εμπιστοσύνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”